-
1 μῶλος
μῶλος, ὁ ( moles), Mühe, Anstrengung, VLL. erkl. μάχη, ϑόρυβος, u. haben auch die Form μόλος; bes. Kriegsarbeit, Kampf, ϑάνατόν τε φυγεῖν καὶ μῶλον Ἄρηος, Il. 2, 401 u. öfter, auch ohne den Zusatz, πῶς τ' ἄρ' ἴω μετὰ μῶλον, 18, 188, περὶ δ' αὐτοῦ μῶλος ὀρώρει ἄγριος, 17, 397; vgl. Hes. Sc. 257; ξείνου καὶ Ἴρου μῶλος, der Zweikampf des Fremden und des Iros, Od. 18, 233 (sonst kommt das Wort in der Od. nicht vor); Ἄρης μῶλον συνάγει, Archil. 50; Ap. Rh. 4, 414. – Hesych. erwähnt auch ein Verbum μωλέω = μάχομαι, u. μωλήσεται, μαχήσεται, πικρανϑήσεται. – In der Ueberschrift des Ep. ad. 370 (IX, 670), εἰς μῶλον τῇ ϑαλάττῃ ἐπικείμενον, ist es Hafendamm, moles.
См. также в других словарях:
μώλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 45 μ., 3.203 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 139 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek